- μυρικίνεος
- μῠρικ-ίνεος [ρῑ] θάμνος, ὁ,A tamarisk bush, AP6.298 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρικίνεος — μυρικίνεος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ο μυρίκινος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίκη «είδος θάμνου» + κατάλ. ίνεος (πρβλ. κεδρ ίνεος)] … Dictionary of Greek
μυρικίνεον — μυρῑκίνεον , μυρικίνεος tamarisk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)